Καμπούλ

Καμπούλ
η см. Καβούλ(η)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Καμπούλ" в других словарях:

  • Καμπούλ — I (Kbul). Πόλη (πληθυσμός μητροπολιτικής περιφέρειας: 2.766.800 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Αφγανιστάν καθώς και της ομώνυμης περιφέρειας (4.685 τ. χλμ.), στο δυτικό τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 1.800 μ., εκατέρωθεν… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ναδίρ Χαν — (Han Nadir, Ντέχρα Ντουν 1880 – Καμπούλ 1933). Βασιλιάς του Αφγανιστάν. Όταν έφτασε στο αξίωμα του στρατηγού, ύστερα από μια λαμπρή σταδιοδρομία, πολέμησε γενναία (1919) εναντίον των Άγγλων για την ανεξαρτησία της χώρας του. Υπουργός των… …   Dictionary of Greek

  • Потери сил международной коалиции в операции «Несокрушимая свобода» — График потерь международной коалиции с начала в …   Википедия

  • Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… …   Dictionary of Greek

  • ερμαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειογράφος του κύκλου του Επίκτητου (6ος αι. π.Χ.). Ήταν τυπικός εκπρόσωπος του ερυθρόμορφου ρυθμού. Σώζονται τέσσερα έργα του ενυπόγραφα (Ερμαίος εποίησε). 2. Ο Σωτήρ (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Τελευταίος… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»